Έντονες οι αντιδράσεις του αγγλικού Τύπου αναφορικά με την επικείμενη ανάληψη του πάγκου της πατρίδας τους από τον Τόμας Τούχελ, ο οποίος έχει στα χέρια του (ακόμη) μία μεγάλη ευκαιρία για αποδείξεις.
Είναι ευρέως γνωστό το γεγονός πως στο «Νησί», στην μητέρα της “στρογγυλής Θεάς” άπαντες ζουν λιγάκι πιο έντονα από τον υπόλοιπο κόσμο το άθλημα, γεγονός που επισύρει συχνά ακραίες αντιδράσεις. Είναι επίσης δεδομένο και πλέον αυταπόδεικτο πως στο ίδιο ακριβώς μέρος επιλέγουν συχνά, δίχως αντικειμενικά κριτήρια, να εκθειάσουν οποιονδήποτε γηγενή εργάζεται γύρω από την εν λόγω βιομηχανία, εξυμνώντας και υποστηρίζοντας τον υπέρμετρα, έναντι αυτών – που στο NBA – θα αποκαλούσαν internationals.
Με άλλα λόγια ο Τόμας Τούχελ, ένα από τα πλέον μεγάλα προπονητικά ονόματα της «Γηραιάς Ηπείρου» αναλαμβάνει έναν από τους πιο δύσκολους πάγκους του πλανήτη, αυτόν των «τριών λιονταριών» και οι αντιδράσεις τις πρώτες ώρες που ακολούθησαν της είδησης είναι υπέρ του δέοντος αρνητικές. Πρωτοστάτης η «Daily Mail», η οποία όπως αντιλαμβάνονται όσοι ασχολούνται με τον διεθνή τύπο, διαθέτει μεγάλο κοινό και κατ’ επέκταση ισχυρή επιρροή στην διαμόρφωση της γνώμης του. Στην σημερινή (16/10) της λοιπόν έκδοση, αναφέρει στον τίτλο του επικείμενου άρθρου: «Μαύρη μέρα για την Εθνική Αγγλίας», για να συμπληρώσει μέσα στο εν λόγω κείμενο… «είμαστε ο περίγελος του παγκόσμιου ποδοσφαίρου».
Φυσικά δεν παρέλειψε να πραγματοποιήσει την αγιογραφία του προκάτοχου του, Γκάρεθ Σάουθγκεϊτ, δίδοντας του τον τίτλο του ανθρώπου που έδωσε ξανά όραμα στην ομάδα, παρά τις αποτυχημένες προσπάθειες για την επαναφορά στην κορυφή του κόσμου και της Ευρώπης. Σε αυτό το κομμάτι δεν έχει άδικο, καθώς πράγματι ο πρώην άσος της Τότεναμ έκανε μία αξιέπαινη προσπάθεια, οδηγώντας τους παίκτες του και την χώρα του με συνέπεια κοντά στην κατάκτηση ενός τροπαίου, ωστόσο από την στιγμή που η ίδια η ομοσπονδία επέλεξε την αντικατάσταση του, η περίπτωση του Γερμανού τεχνικού μόνο άσχημη δε φαντάζει.
Άλλωστε δεν είναι συνηθισμένη η ανάληψη αυτής της εποχιακού είδους εργασίας, από τους ελίτ των ελίτ προπονητών, καθώς τις περισσότερες εκ των περιπτώσεων βρίσκονται ήδη στο περιβάλλον κάποιου συλλόγου. Έτσι, αν κοιτάξει κανείς τις διαθέσιμες επιλογές, αυτή του Τούχελ μοιάζει παραπάνω από ικανοποιητική, καθώς πρόκειται για έναν επαγγελματία ο οποίος έχει πείρα στο κορυφαίο επίπεδο και στην κατάκτηση τίτλων.
Πρόκειται για τον άνθρωπο ο οποίος έχει εργαστεί σε ομάδες όπως οι Ντόρτμουντ, Παρί Σεν Ζερμέν, Τσέλσι και Μπάγερν Μονάχου, οδηγώντας τους Λονδρέζους κόντρα στα προγνωστικά στην κατάκτηση του Champions League (2020/21), απέναντι στην Μάντσεστερ Σίτυ. Όλα αυτά ερχόμενος στο Στάμφορντ Μπριτζ μεσούσης της σεζόν, γεγονός που τον οδήγησε και στην βράβευση ως τον κορυφαίο προπονητή της χρονιάς.

Ναι, προφανώς και απέτυχε με την Μπάγερν Μονάχου, βλέποντας την ασταμάτητη Λεβερκούζεν να κατακτά το εγχώριο πρωτάθλημα και σίγουρα θα μπορούσε να κατορθώσει περισσότερα στην πρωτεύουσα της Γαλλίας. Ωστόσο πολλοί παραβλέπουν το γεγονός πως με τους “μπλε” έφτασε για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου στον τελικό της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης…
Προς τιμήν του, ο Χάρι Κέιν, ο αρχηγός της Εθνικής Αγγλίας, βγήκε και τοποθετήθηκε δημόσια, δείχνοντας ψήφο εμπιστοσύνης σε έναν άνθρωπο με τον οποίο συνεργάστηκαν την περασμένη σεζόν στην Βαυαρία. Αναλυτικά ανέφερε: «Δεν μπορώ να πω κάτι μέχρι να ανακοινωθεί το όνομα του Τούχελ. Πρέπει να περιμένουμε και να δούμε. Προφανώς, γνωρίζω καλά τον Τόμας, έχοντας δουλέψει μαζί του πέρυσι. Είναι ένας φανταστικός προπονητής, ένας φανταστικός άνθρωπος, οπότε είμαι σίγουρος ότι οι άνθρωποι της ομοσπονδίας, θα επικοινωνήσουν μαζί μου όταν μάθουν περισσότερα».

Από εκεί και έπειτα γνωρίζει και ο ίδιος ο Γερμανός, πως το νέο κεφάλαιο στην καριέρα του, αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να φτιάξει ξανά το όνομα του στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Έπειτα από το αποτυχημένο, τελευταίο του πέρασμα από την Bundesliga, ευελπιστεί πως θα κάνει όλα τα απαραίτητα ώστε να οδηγήσει αυτό το νεανικό και υπερταλαντούχο σύνολο στην μόλις δεύτερη κούπα στην ιστορία του, 59(!) χρόνια μετά το Μουντιάλ του 1965. Στην ομοσπονδία ευελπιστούν πως θα δικαιωθούν, καθώς ο καιρός περνάει με ταχύτητα και αυτή η “σούπερ” γενιά κάποια στιγμή θα σταματήσει να βρίσκεται στο peak της.